Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Ο αρχαίος ελληνικός μύθος μέσα από την ποίηση του Γ. Σεφέρη, Κ. Καβάφη και Κ. Χαραλαμπίδη



Ο αρχαίος ελληνικός μύθος μέσα από την ποίηση του Γ. Σεφέρη, Κ. Καβάφη και Κ. Χαραλαμπίδη
Εισαγωγή
Ο αρχαίος ελληνικός μύθος «αρχέγονος και αιφνιδιαστικά νέος, πολυχρησιμοποιημένος, αλλά πάντα πρωτότυπος, διακειμενικός και αυτοτελής, άχρονος και βαθιά ριζωμένος στα εδάφη της ιστορίας»[1] αποτελεί πηγή έμπνευσης πολλών νεοελλήνων λογοτεχνών. Από τη στιγμή που η μυθική αφήγηση εμφυτεύεται σε ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό γένος και είδος αποκτά τη λογοτεχνική της ταυτότητα. Οι παραλλαγές της μυθικής αφήγησης μέσα στη λογοτεχνία συνιστούν τον πυρήνα του λογοτεχνικού μύθου. Η ταυτότητα των μυθικών προσώπων επαναπροσδιορίζεται στο πλαίσιο του μοντερνισμού, καθώς αυτά μεταμορφώνονται σε σύμβολα και προσκτώνται πολλαπλές δυνατότητες σημασιοδότησης[2]. Στη νεοελληνική ποίηση του 20ου αιώνα παρατηρείται ένα επαναλαμβανόμενο πρότυπο μιας σχετικής ανακύκλωσης των ελληνικών κλασικών μυθολογικών μορφών. Πολλοί ποιητές εμπνέονται από τους αρχαίους ελληνικούς μύθους, τους χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους στην ποίησή τους.  Μερικοί ποιητές,  για παράδειγμα,  χρησιμοποιούν τους μύθους ως συγκεκριμένα πλαίσια αντίληψης και συνείδησης,  τα οποία τους επιτρέπουν να  «χαράξουν»  την ποιητική τους έκφραση.  Για άλλους πάλι, είναι μέσο με το οποίο μπορούν να μεταδώσουν μηνύματα κωδικοποιημένα και κρυπτογραφημένα, τα οποία πίσω από την αρχετυπική τους όψη κατέχουν βαθιές έννοιες και απόψεις ή αποτελούν κάτι πολύ προσωπικό[3]. Μέσα από τις παραμέτρους της μυθολογικής δύναμης λοιπόν, πολλοί ποιητές καταφέρνουν να εκφράσουν ιδέες και αισθήματα με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο. Η επίδραση και επιρροή της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας στην λογοτεχνία είναι αναμφίβολη και διαπεραστική, με ποιητές όπως τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Χαραλαμπίδη να εμπνέονται από τον αρχαίο ελληνικό μύθο και τη γραμματεία και να καταφέρνουν να μετουσιώνουν τον μύθο σε ποίηση.  
Συγκεκριμένα, ο Καβάφης ανακαλώντας αρχαίους ελληνικούς μύθους, προστρέχει στα πρωτότυπα καλούπια και συγκεκριμένα στον ομηρικό οδυσσειακό μύθο της επιστροφής,  εμπνέεται από την Οδύσσεια του Ομήρου και από τους μύθους που πηγάζουν από αυτή για να γράψει ποιήματα[4]. Όπως στην ποίηση του Κ. Καβάφη, έτσι και σε αυτή του Γ. Σεφέρη, παρατηρείται το γεγονός ότι ο αρχαίος ελληνικός μύθος χρησιμοποιείται ως όχημα στην ποιητική διαδικασία. Φαίνεται ότι ο Σεφέρης είναι γνώστης των αρχαίων ελληνικών κειμένων και της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, καθώς η ποίησή του ξεκάθαρα ξεχειλίζει από μύθο και αρχαίο ελληνικό και λαϊκό στοιχείο. Η ανακύκλωση ή η επαναχρησιμοποίηση του μύθου ως ιδεολογικό πλαίσιο, ως συγκεκριμένο σημείο αναφοράς φορτωμένο με νόημα φαίνεται να «διευκολύνει» ή μάλλον να επιτρέπει στον Σεφέρη να εκφράσει αυτό που αισθάνεται και σκέφτεται με πιο δυναμικό, επιτήδειο και αυτοτελή τρόπο[5]. Ο Χαραλαμπίδης είναι γνωστό ότι έχει επηρεαστεί στο έπακρο από τον Καβάφη και τον Σεφέρη, χωρίς όμως να τους αντιγράφει, αλλά χρησιμοποιώντας την ιστορία και τη μυθολογία με τέτοιο τρόπο ώστε να περιγράφει σύγχρονες καταστάσεις ή βιοθεωρίες σχετικά με τη ζωή και τον άνθρωπο μέσα από ιστορικά ή μυθολογικά ποιήματα[6].

Οι μυθικοί ήρωες
 
Ο Χαραλαμπίδης έχοντας στις «αποσκευές» του τις γνώσεις της Ιστορίας, της Κλασσικής Λογοτεχνίας και της Μυθολογίας αφορμάται από διάφορα μυθολογικά πρόσωπα για να πλάσει το υλικό των ποιημάτων του. Συχνό «πολυαγαπημένο» του ποιητικό πρόσωπο δεν είναι άλλη από την Αφροδίτη[7], η οποία ως υλικό διαμορφώνεται και αναδιαμορφώνεται από τον ποιητή και τον ψυχισμό του, αλλά και διαμορφώνει και αναδιαμορφώνει τον ποιητή και τον κόσμο του με αποτέλεσμα να λαμβάνει καθολικό νόημα και να εντάσσεται στη σφαίρα της δικής μας πραγματικότητας, μεταφέροντας σύγχρονα νοήματα που αφορούν ακόμη και την οικονομική κρίση. Στα ποιήματα του Χαραλαμπίδη «Αφροδίτης Απόλογος»[8] και «Γήρας Αφροδίτης»[9] διαφαίνεται καθαρά η σημασία της νεότητας-ομορφιάς, την οποία κατείχε κάποτε η θεά και χάθηκε στον χρόνο και τώρα αναπολεί την χαμένη της αυτή ευρωστία, την χαμένη της νεότητα, την χαμένη της θεϊκότητα:  
 
«…Τώρα πάει και δε γυρνάει ο λιοπερίχυτος μαστός μου…»[10]

Παράλληλα, στο ποίημα «Η Αφροδίτη για τις νέες οικονομικές ρυθμίσεις»[11] εντοπίζεται η γόνιμη και ανατρεπτική όσμωση παρελθόντος-παρόντος, μύθου, ιστορίας και επικαιρότητας, καθώς ακόμη και η θεά Αφροδίτη δεν γλιτώνει από την υπέρογκη φορολογία της εποχής μας: 

                                    «Επιβολή σε τρόφιμα, σε φάρμακα,                                                                      σ’ έσοδα κι από τόκους των ερώτων…»[12]

Η Αφροδίτη, παρόλο που κατέχει θεϊκή υπόσταση, βλέπουμε ότι δεν δύναται να αντιταχθεί ενάντια στις δυνάμεις της Μοίρας από τη μία, στα δύο πρώτα ποιήματα, και του Νόμου από την άλλη, στο τρίτο ποίημα.  Ο άνθρωπος ως θνητό πλάσμα έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά με τις δυνάμεις αυτές -  της Μοίρας και του Νόμου- και αγωνίζεται σε έναν άνισο – όπως φαίνεται – αγώνα, καθώς ακόμη και οι θεοί νικιούνται. Ο Καβάφης, στο ποίημα «Διακοπή»[13] έρχεται να χρησιμοποιήσει τους θεούς ως σύμβολα της ανάγκης, της εξέλιξης και της αδιάκοπης αλλαγής. Κατά το πρότυπο των μυθικών διηγήσεων που παρέθεταν οι σοφιστές, ο Καβάφης αξιοποιεί την παρουσία των θεών, όχι ως κυριολεκτική αναφορά στη θεϊκή παρουσία, αλλά ως πιο εύληπτο και παραστατικό τρόπο για να αναφερθεί στη λυτρωτική -έστω κι αν φαντάζει καταστροφική- τάση της ζωής να περνά συνεχώς σε επόμενα εξελικτικά στάδια[14]. Το ίδιο μοτίβο θα λέγαμε πως ακολουθείται και σε άλλα ποιήματά του, όπως «Η κηδεία του Σαρπηδόνος»[15], στο οποίο γύρω από ένα μυθικό-μεταφυσικό πλαίσιο, ακόμη και η ελευθερία του Διός περιορίζεται από το Νόμο, όπως συμβαίνει και στην Αφροδίτη του Χαραλαμπίδη, καθώς δεν μπορεί να ανατρέψει το θάνατο του γιου του Σαρπηδόνος. Ο Σεφέρης έρχεται να διαφοροποιηθεί εν μέρει, αξιοποιώντας τον μύθο της Ελένης στο ομώνυμο ποίημα[16], δημιουργεί μια συστοιχία ανάμεσα στα συναισθήματα και τις περιστάσεις που βιώνει ο Τεύκρος με τη συναισθηματική κατάσταση και τις σκέψεις του ίδιου. Η λειτουργία του μύθου έρχεται σε αντιδιαστολή με αυτή στις προηγούμενες περιπτώσεις παίρνοντας την μορφή μίας προσωπικής εξομολόγησης, μιας εκτόνωσης. Κατά γενική ομολογία όμως τα θέματά τους περιστρέφονται γύρω από το γεγονός ότι η ζωή των ανθρώπων δεν μπορεί να ξεφύγει από τη δυστυχία και την παρακμή. Έτσι και οι τρεις εσωτερικεύουν την ιστορία και τον μύθο με σκοπό να δημιουργήσουν ποίηση όχι μόνο για το παρόν, τις καταστάσεις του σήμερα, αλλά επιχειρούν να «μιλήσουν» για τον ίδιο τον «άνθρωπο», με ότι μπορεί αυτός να είναι και να σημαίνει. Διαπιστώνεται ότι ο άνθρωπος παρά τις προσπάθειές του έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με μεγάλες δυσκολίες και πολύ συχνά είναι αναγκασμένος να χάσει όλα όσα απέκτησε με κόπο και συνεχή αγώνα. Η απαισιόδοξη αυτή στάση των ποιητών διατρέχει πολλά από τα ποιήματά τους και παίρνει κάθε φορά διαφορετική μορφή. Η απαισιοδοξία, η απόγνωση που αισθάνεται ο ποιητής αλλά και η ματαιότητα κάθε προσπάθειας δίνουν στο ποίημα μια ιδιαίτερη δυναμική, όπως συμβαίνει και στο ποίημα «Ελένη», όπου ο Σεφέρης διαπιστώνει την εξής τραγικότητα: δε θα βρεθεί κάποιος άλλος Τεύκρος στο μέλλον ή κάποιος άλλος άνθρωπος, οποιοσδήποτε απλός άνθρωπος, που έχοντας δει ένα ποτάμι να γεμίζει με νεκρούς κι έχοντας βιώσει τον πόνο ενός πολύχρονου πολέμου, να μάθει τελικά πως όλα όσα έζησε, όλα τα χρόνια που θυσίασε, όλοι οι νεκροί που θρήνησε, όλα έπεσαν στο κενό, όλα έγιναν χωρίς κανέναν απολύτως λόγο:
Θεματικοί άξονες
                                                            «… πως τόσος πόνος τόση ζωή                                                                                                                                                                  πήγαν στην άβυσσο                                                                                                                                               για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη»[17]
 
Με τον ίδιο τρόπο, ο Χαραλαμπίδης, αφού αφομοιώνει τις προσωπικές του εμπειρίες και βιώματα[18] εκφράζοντάς τα με την ποιητική του γλώσσα και με τον προσωπικό του τρόπο, τα μετατρέπει σε καθολικά βιώματα, καταφέρνοντας να συγκινήσει και να προβληματίσει τον αναγνώστη του. «Αιώνιος» προβληματισμός του παρουσιάζεται η «ανημποριά» του ανθρώπου μπροστά στον χρόνο και οι παρενέργειες που φέρει στο σώμα αλλά και την ψυχή είναι συχνό θέμα στην ποίησή του  με αναφορές όπως: 

                            «Έτσι, μονάχη με τη μνήμη να σπαράζει                          
                                                                  κάτω απ’ το δέρμα, φίλοι μου, το νιώθω                                                           πόσο αργά σ’ αγάπησα, ωραιότης»[19]

Ακόμη και η θεά Αφροδίτη, η θεά του κάλους δεν μπόρεσε να διαφύγει από το πέρασμα του χρόνου, δεν μπόρεσε να αποφύγει τις σκληρές του συνέπειες και τώρα μέσα από το δέρμα της, το γερασμένο της δέρμα, νοσταλγεί την ομορφιά, την ομορφιά εκείνη που κάποτε θεωρούσε δεδομένη και τώρα είναι ολότελα και δια παντός χαμένη. Το πέρασμα του χρόνου και η φθορά που επέρχεται φαίνεται να  τρομοκρατεί τον ποιητή, όχι γιατί φέρνει αναπόφευκτα τον άνθρωπο -εδώ ακόμη και τον θεό- πιο κοντά στο τέλος της ζωής του, αλλά γιατί του στερεί τη δυνατότητα να απολαμβάνει τη μοναδική εκείνη χαρά που προσφέρουν τα νιάτα και ο συγχρωτισμός με τους νέους ανθρώπους. Ο ποιητής θεωρεί ότι τα γηρατειά θέτουν το άτομο στο περιθώριο και τον κρατούν μακριά από κάθε ουσιαστική απόλαυση, δημιουργώντας έτσι μια ανυπόφορη κατάσταση κατά την οποία μπορεί να υπάρχει μόνο πόνος και απελπισία, ιδίως όταν αντιλαμβάνεται τι σημασία έχει για το άτομο η νεότητα.  Στο «Γήρας Αφροδίτης» ο χρόνος γερνά για ακόμη μία φορά την αθάνατη θεά, συγκεκριμένα χρησιμοποιείται το ρήμα: «σ’ άρπαξε» για να δείξει την αγριότητα, τη σκληρότητα, με την οποία ο χρόνος παίρνει-θερίζει όλα όσα είναι πολύτιμα για τον άνθρωπο:

                                             «…σ’ άρπαξε ο χρόνος και σε γέρασε μες στην καρδιά                                                            τ’ αθάνατου κι εκεί θα παραμείνω»[20]

Εντύπωση προκαλεί η θεματολογία του Χαραλαμπίδη σχετικά με την οικονομική κρίση, η οποία επηρεάζει την θεά Αφροδίτη, καθώς την φορολογούν με δυσβάσταχτους φόρους και έρχεται αντιμέτωπη με τη μάστιγα της εποχής μας, την ανεργία. Οι υπαινιγμοί στο μνημόνιο είναι σαφείς και το νέο οικονομικό πακέτο, όπως φαίνεται, δεν αφήνουν ανεπηρέαστο ούτε τον ποιητή:

                         «Όσο για τις θυγατρικές μου εταιρείες  και το συντελεστή των ακινήτων,     
                θα  συμπεριληφθούν στο νέο πακέτο που η Μοίρα ήδη στον Όλυμπο κατέθεσε»[21]

Η βιοθεωρία του Καβάφη[22], η οποία θα λέγαμε ότι ταυτίζεται ή συγκλίνει με εκείνη του Χαραλαμπίδη, εντοπίζεται στο γεγονός ότι δεν παραδέχεται καθόλου την ύπαρξη ελευθερίας μέσα στη ζωή, αλλά την ύπαρξη μιας Ανάγκης, μιας Μοίρας, στην οποία υποκύπτουν άνθρωποι και θεοί. Και οι δύο ποιητές   θεωρούν πως όλοι υπόκεινται στο πεπρωμένο, το αναπόφευκτο, τον χρόνο και οτιδήποτε αυτά φέρουν – φθορά, γήρας, πόνος – σε  θνητούς και θεούς. Συγκεκριμένα, ο Καβάφης στην «Κηδεία του Σαρπηδόνος» δεν περιγράφει μόνο την αποδοχή της μοίρας του Δία και του γιου του, μια ηττοπαθής δηλαδή συμμόρφωση, μια εξουθενωμένη στάση που καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του θεού και του ανθρώπου και την περηφάνια του[23]. Δίνει τουλάχιστον μια λύση που θα σώσει την ηθική του θεού και του ανθρώπου. Παρόλο που πιστεύει ότι δεν υπάρχει ελευθερία δεν παραιτείται από κάθε ηθική,  αντιθέτως  ορθώνει μια γενναία ηθική που στο κέντρο της βρίσκεται η περηφάνια και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Το κακό, τη μοίρα βέβαια δεν μπορεί να τ’ αναιρέσει. Σε όλα τα άλλα, όμως, αντιδρά υπεύθυνα, ανθρώπινα, με ανδρεία, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με τη συμφορά, αν και έχει βαθιά επίγνωση του χαμένου παιχνιδιού. Ο Δίας, βασιλεύς των θεών, παρόλο που δεν μπόρεσε να προστατέψει από τον προδιαγεγραμμένο θάνατο τον γιο του Σαρπηδόνα, θα βαλθεί να τον τιμήσει με μια αξιοπρεπή κηδεία, που θα γίνει με όλα τα «πρεπά» (τιμές, θρήνοι, σπονδές), όπως περιγράφονται στο εν λόγω ποίημα:
«Το αγαπημένο του παιδί - που το άφησε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο
»[24]
 
Μεταβαίνοντας στο ποίημα «Διακοπή» αναγνωρίζεται ακόμη ένα θεματικό μοτίβο, εκείνο του φόβου. Το μόνο βέβαιο για τον άνθρωπο είναι ο θάνατος και από αυτή τη μύχια σιγουριά πηγάζουν όλες οι ανθρώπινες ανασφάλειες και φόβοι. Ο Χαραλαμπίδης τοποθετεί και του θεούς –παρά την αθανασία τους- στην ίδια μοίρα με τον άνθρωπο, ενώ εδώ ο Καβάφης θέλει να δείξει ότι ο χρόνος ζωής  του ανθρώπου εγκλωβίζεται με πολύ αρνητικά συναισθήματαλόγω θνητότητας γι’ αυτό και η Θέτιδα στο εν λόγω ποίημα κάνει αμέσως τον γιο της αθάνατο, προκειμένου να μην υποστεί την θνητότητα, τα γηρατειά, τον θάνατο, την άγνοια, το φόβο, την ανασφάλεια, αυτά τα οποία είναι και τα κάγκελα που φυλακίζουν την ανθρώπινη ζωή:

«Aλλά πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει»[25]

Ο φόβος των ανθρώπων μπροστά στην αλλαγή, η απροθυμία τους να βιώσουν οτιδήποτε τους φαίνεται δύσκολο και επίπονο, επενεργεί ανασταλτικά για τις διαδικασίες εξέλιξης και αλλαγής της κοινωνίας. Οι ίδιοι οι άνθρωποι θέτουν συνεχώς εμπόδια σε ό,τι θα μπορούσε να τους προσφέρει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και να ισχυροποιήσει τις δομές της κοινωνίας· αποφεύγουν οτιδήποτε θα μπορούσε να τους καταστήσει καλύτερους ως προσωπικότητες, διότι αρνούνται να περάσουν τις αναγκαίες δυσκολίες· διότι φοβούνται πως οι μόχθοι και οι δοκιμασίες της μετάβασης θα αποβούν πιθανά μοιραίες γι’ αυτούς ή για το σύνολο της κοινωνίας. Έτσι, τα άπειρα όντα, επιλέγουν πάντοτε τη διατήρηση, τη σταθερότητα – και άρα τη σταδιακή φθορά και αποσύνθεση -, έστω κι αν η παρούσα κατάσταση απέχει από το ιδανικό που θα επιθυμούσαν κατά βάθος. Ο φόβος της αλλαγής αποδεικνύεται σταθερά ισχυρότερος από την προσδοκία καλυτέρευσης και ισχυροποίησης, που περνά – σε κάθε περίπτωση – μέσα από κόπους, ριψοκίνδυνες αποφάσεις και σημαντικές δοκιμασίες. Ο φόβος και η απαθής στάση των ανθρώπων σήμερα οδήγησαν στη διαπλοκή του μύθου με την επικαιρότητα, ο Χαραλαμπίδης, από τη μία, στο «Η Αφροδίτη για τις νέες οικονομικές ρυθμίσεις» και ο Σεφέρης, από την άλλη, στην «Ελένη» χρησιμοποιούν ιστορικά-μυθικά πρόσωπα, τα οποία τα διαπλέκουν σε μία σύγχρονη κατάσταση, θέλοντας έτσι να εκφράσουν είτε την δυσφορία τους, στην πρώτη περίπτωση, για την οικονομική κρίση, είτε την αντιπολεμική τους διάθεση, στην δεύτερη, όπου εκφράζεται η γενικότερη σκέψη του ποιητή πως κάποτε θα πρέπει να τεθεί ένα τέρμα στους συνεχείς πολέμους και τις απώλειες χιλιάδων ανθρώπων[26]. Το ποίημα διαπλέκει δύο αρχαίους μύθους, οι οποίοι αποτελούν τον πυρήνα του, το μύθο του Τεύκρου[27] και της Ελένης[28]. Στα πλαίσια του ποιήματος η φωνή του ποιητή διαπλέκεται με τη φωνή του Τεύκρου, καθώς οι σκέψεις και οι εμπειρίες των δύο ανδρών βρίσκονται σε μια διαρκή συσχέτιση, όπως συμβαίνει και στο ανάλογο ποίημα του Χαραλαμπίδη. Ο Σεφέρης παρατηρώντας την πορεία του λαού του, όπως και την πορεία των προγόνων του, αμφιβάλλει για το αν οι άνθρωποι μαθαίνουν ποτέ από τα λάθη τους[29]. Όπως εξαπατήθηκαν οι Έλληνες στα χρόνια του Τεύκρου, κι όπως εξαπατήθηκαν οι Έλληνες στα χρόνια του ποιητή, είναι δυστυχώς πολύ πιθανό να εξαπατηθούν εκ νέου οι άνθρωποι του μέλλοντος και να βιώσουν, χωρίς πραγματικό λόγο, τη λαίλαπα του πολέμου. Ο Χαραλαμπίδης παρατηρώντας τις σύγχρονες πολιτικο-οικονομικές μεταρρυθμίσεις εκφράζει έντονα συναισθήματα δυσφορίας σχετικά με τα νέα οικονομικά πακέτα, με τόνο άκρως ειρωνικό-σαρκαστικό, αφού παρουσιάζει ακόμη και την θεά Αφροδίτη να «παραπονιέται» για τις παράλογες φορο-επιβαρύνσεις.  
Η ειρωνική γλώσσα γίνεται «όχημα» για το σήμερα
Εξάλλου, οι ιστορικοί-μυθικοί χαρακτήρες των ποιημάτων του Σεφέρη, του Καβάφη και του Χαραλαμπίδη, δεν χρησιμεύουν μόνο για ν' αναπαραστήσουν ιδέες και θεωρήσεις για τη ζωή, αλλά σύγχρονα συναισθήματα και καταστάσεις, δημιουργώντας έτσι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής. Ο Σεφέρης και ο Καβάφης κυρίως, μαζί βέβαια με άλλους, είναι οι βασικοί συνοδοιπόροι του Χαραλαμπίδη. Έτσι, καθώς ήταν βαθιά επηρεασμένος από τον Σεφέρη[30] και τον Καβάφη[31] χρησιμοποιεί ειρωνική γλώσσα[32] και μερικές φορές πικρό σαρκασμό για να αποκαλύψει την ειρωνεία της μοίρας και να περιγράψει την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου, η οποία προβάλλεται ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τις αξίες της παράδοσης. Το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του μέσα από απίθανες αντιφάσεις, μεταλλαγές και ψυχικές μεταπτώσεις. Και είναι κυρίως η ιδιότυπη χρήση του ειρωνικού στοιχείου —που ως βασικό στοιχείο της ανθρώπινης κατάστασης είναι στοιχείο διαχρονικό— εκείνο που εξουδετερώνει τα γνωρίσματα της τεχνοτροπίας από το τεχνοτροπικό κράμα της καβαφικής ποίησης και ανατρέπει κάθε τάση της προς παλαίωση. Η ειρωνεία, άλλωστε, είναι και ο λόγος που η ποίησή τους παρουσιάζεται σήμερα ζωντανότερη απ’ ό,τι παλαιότερα, καθώς η εποχή μας είναι εποχή ιδιαζόντως ειρωνική, αφού ο άκρατος σχετικισμός της κατέστησε τη διάκριση ανάμεσα στη φαινομενική και την πραγματική πραγματικότητα δύσκολη. Έτσι, η ποίηση του Καβάφη, του Σεφέρη και του Χαραλαμπίδη με την ειρωνική της γεύση, με την αποκαλυπτική της ανθρώπινης αυταπάτης ιδιότητά της, έχει γίνει πιο επίκαιρη από ποτέ, γιατί της έχει δοθεί η ευκαιρία να αναδείξει στο έπακρο τη δύναμη του ρεαλισμού της[33]. Συγκεκριμένα, η καθημερινότητα και η σύγχρονη πολιτική ή άλλη πραγματικότητα αποδίδονται με τη χρήση τόσο σπάνιων και ασύνηθων λεκτικών τρόπων όσο και με τη χρησιμοποίηση λέξεων της τρέχουσας ζωής. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι από το ποίημα «Η Αφροδίτη για τις νέες οικονομικές ρυθμίσεις»:
«Συγκεκριμένα θα φορολογούνται                                                                                                                                                                                                              τα υψηλά επιδόματα του στήθους                                                                                                                                                                                                                 τ΄ αριστερό μου χέρι, το δεξί ποδάρι,                                                                                                                                                                                                                 τ' αλκοολούχα των ματιών μου και όλα                                                                                                                                                                                                                        τα καπνικά προϊόντα των μαλλιών»[34]
Ο Κ. Χαραλαμπίδης με αυτόν τον τρόπο, με την ειρωνική-αληθινή του γλώσσα, καταθέτει με τόλμη αλλά και με τρόπο υπαινικτικό και συνάμα δηκτικό, εμμένοντας σε μια γραφή που απευθύνεται σε «επαρκείς αναγνώστες», τους προβληματισμούς του για την ποίηση, αναδεικνύοντας τη διαχρονική της αξία και τη συμβολή της στη σύγχρονη πραγματικότητα. Άλλωστε, δεν είναι τραγική ειρωνεία η θεά της ομορφιάς, η Αφροδίτη, να διαπιστώνει ότι δεν είναι πλέον όμορφη και νέα; Δεν είναι τραγική ειρωνεία ο ίδιος ο πατέρας των θεών, ο Δίας, να μην μπορεί να σώσει από τον θάνατο τον γιο του; Δεν είναι τραγική ειρωνεία να κάνεις πόλεμο και να πεθαίνεις για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη; Δεν είναι ειρωνεία, είναι η ζοφερή πραγματικότητα…

[1] Βλ. Buxton R., Οι ελληνικοί μύθοι. Ένας ολοκληρωμένος οδηγός, Πατάκης, Αθήνα, 2005, 245, κατά Πεφάνη Γιώργο, «Αναζητώντας τον μίτο προς τον αρχαίο ελληνικό μύθο», Ελληνική Αρχαιότητα και Νεοελληνική Λογοτεχνία (πρακτικά), Κέρκυρα: 2009, σ. 229.
[2] Δ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών (Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010), Πρακτικά, Τόμος Β’, Ταυτότητες στον Ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα), σελ. 29, Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2011
[3] Σιαφλέκης Ι. Ζ., Η Εύθραυστη Αλήθεια, Εισαγωγή στη Θεωρία του Λογοτεχνικού Μύθου, Gutenberg, Αθήνα: 1994 σσ. 37-40
[4] Πιερής Μ., Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο: 1993.
[5] Βλ. Έλιοτ Σ. Θ., Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, εισαγωγή, σχόλια, μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, «Ίκαρος». Αθήνα: 1949, σ. 32: «Όταν ο μύθος ήταν κοινή αίσθηση, ο ποιητής είχε στη διάθεσή του ένα φορέα ζωντανό, μια συναισθηματική ατμόσφαιρα έτοιμη, όπου μπορούσε να κινηθεί ελεύθερα για να πλησιάσει τους γύρω του ανθρώπους· όπου μπορούσε ο ίδιος να διατυπωθεί. Μια λέξη, ανεξάρτητα από την επιτηδειότητα του τεχνίτη, μπορούσε να ξυπνήσει μέσα στις ψυχές έναν ολόκληρο κόσμο φόβου ή ελπίδας. Δεν έχουμε τίποτε στις σύγχρονες γλώσσες μας που να ισοδυναμεί σε βάρος ή σε καθολικότητα ή σε συναισθηματικό πλούτο με την απλή λέξη Σεμναὶ της εποχής του Αισχύλου».
[6] Βλ. Θ. Πυλαρινός, Μεθιστορία: Μύθος και ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Ηρόδοτος, Αθήνα: 2007.
[7] Για τον Όμηρο, τον Ησίοδο και άλλους πρώιμους συγγραφείς, η θεά συνδέθηκε στενά με την Κύπρο. Η Οδύσσεια αναφέρει την Πάφο ως πατρίδα της θεάς, ενώ η Ιλιάδα αναφέρει το Κύπρις ως το πιο κοινό επίθετό της. Ό Ησίοδος την αναφέρει ως Κυπρογενή και Κυθηρεία.
[8] Χαραλαμπίδης Κ., «Αφροδίτη Απόλογος», Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο, Αθήνα: 2013, σ. 31
[9] Χαραλαμπίδης Κ., «Γήρας Αφροδίτης», Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο, Αθήνα: 2013, σ. 36
[10] Χαραλαμπίδης Κ., ό.π. σ. 31, στ. 18-19
[11]Χαραλαμπίδης Κ., «Η Αφροδίτη για τις νέες οικονομικές ρυθμίσεις», Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο, Αθήνα: 2013, σ. 77
[12] Ό.π. στ. 10-11
[13] Καβάφης Π. Κ., «Διακοπή», Άπαντα Ποιήματα, Συντάκτης: eBooks4Greeks, δημοσιεύθηκε: 02/04/2013, σ. 17.
[14] Κάλας Ν., Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο, Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, επ. επ. Πιερης Μ., Πανεπιστήμιο Κρήτης: 2012
[15] Καβάφης Π. Κ., «Η κηδεία του Σαρπηδόνα», Άπαντα Ποιήματα, Συντάκτης: eBooks4Greeks, δημοσιεύθηκε: 02/04/2013,   σσ. 9-11.
[16] Σεφέρης Γ., «Ελένη», Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα: 1985, σσ. 239-242.
[17] Γ. Σεφέρης, ό.π., στ. 80-82
[18] Σε συνέντευξη του Κ. Χαραλαμπίδη: «Μα η ποίηση γεννιέται από τις εμπειρίες. Αυτό που φανταζόμαστε είναι αυτό που ζήσαμε μεταπλασμένο, μεταποιημένο. Αυτή είναι η ουσία! Δεν αρκεί να έχεις μόνο το ταλέντο αλλά και τη βιωματική σχέση με την ποίηση. Αν δεν πονέσεις, αν δεν γνωρίσεις, πώς θα γράψεις; Ο πόνος είναι γνώση της ζωής. «Μαθαίνεις μέσα από το πάθος, τα παθήματα» έλεγε ο Αισχύλος. Και τότε, αυτό που μαθαίνεις είναι κάτι πέρα από την απλή εγκυκλοπαιδική γνώση, είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ύπαρξής σου. Και η ποίηση είναι τελικά η υπαρξιακή σχέση με τον εαυτό σου.»             (Η Καθημερινή, 13.02.2012, http://www.kathimerini.com.cy/index.php?pageaction=kat&modid=1&artid=77409 )
[19] Κ. Χαραλαμπίδης, ό.π., σ. 31 στ.  20-22
[20] Κ. Χαραλαμπίδης, ό.π., σ. 36, στ. 17-19
[21] Κ. Χαραλαμπίδης, ό.π., σ. 77, στ. 6-9.
[22] Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τα λόγια του Καβάφη: «Εγώ είμαι ποιητής του γήρατος» στο: Λεχωνίτης    Γ., Καβαφικά αυτοσχόλια. Με Εισαγωγικό Σημείωμα Τίμου Μαλάνου, Αθήνα: 1977, (2η έκδ.), σσ. 19-20.
[23] Ο άνθρωπος, δηλαδή, ζει μέσα σ’ έναν κλοιό, μέσα σε τείχη δέσμιος των πραγμάτων. Κάθε προσπάθειά του για μεταβολή είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη από εξωγενείς παράγοντες, ορατούς ή αόρατους. Συχνά μάλιστα το τυχαίο και το απρόβλεπτο έρχονται να διαμορφώσουν ένα μοιραίο παρόν.
[24] Κ. Καβάφης, ό.π., σ. 9-11, στ. 6-8.
[25] Κ. Καβάφης, ό.π., σ. 7, στ. 6-8.
[26] Το ποίημα «Ελένη» γράφτηκε, κατά δήλωση του ποιητή, όταν ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κύπρο. Τη χρονιά που δημοσιεύεται το ποίημα, οι Άγγλοι, που κατά τη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου διακήρυσσαν ότι πολεμούν για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση των λαών, εξακολουθούν να κρατούν σκλαβωμένη την Κύπρο, ενώ οι Έλληνες είναι έτοιμοι να πολεμήσουν κατά των Άγγλων για τα ίδια ιδανικά. Ο Σεφέρης από τις θέσεις του στο διπλωματικό σώμα θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις φάσεις του κυπριακού δράματος, χωρίς φυσικά να μείνει ανεπηρέαστος, ενώ αναρωτιέται: για ποιο λόγο χύθηκε τόσο αίμα και έγιναν τόσες θυσίες; Εκείνοι που ήταν συμπολεμιστές μας σε εκείνο τον πόλεμο απαρνιούνται τώρα το δίκαιο αίτημα της απελευθέρωσης της Κύπρου.
[27] Ο μύθος του Τεύκρου: Ο Τεύκρος, γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα και αδελφός του Αίαντα, έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, όπου διακρίθηκε ως τοξότης. Όταν επέστρεψε στη Σαλαμίνα, ο πατέρας του δεν τον δέχτηκε, γιατί έκρινε ότι δε συμπαραστάθηκε αρκετά στον αδελφό του Αίαντα, που αυτοκτόνησε, επειδή οι Αχαιοί δεν έδωσαν σ’ αυτόν ως αριστείο τα όπλα του Αχιλλέα. Ο Τεύκρος τότε, υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα, έφυγε στην Κύπρο, όπου και ίδρυσε πόλη και της έδωσε το όνομα Σαλαμίνα (κοντά στη σημερινή Αμμόχωστο) ως ανάμνηση της πατρίδας του.
[28] Ο μύθος της Ελένης: Σύμφωνα με μια εκδοχή αυτού του μύθου η Αφροδίτη δεν έδωσε στον Πάρη την πραγματική Ελένη, αλλά ένα ομοίωμά της. Την Ελένη τη μετέφερε ο Ερμής, με εντολή της Ήρας, στην Αίγυπτο, στο παλάτι του βασιλιά Πρωτέα, όπου τη συνάντησε ο Μενέλαος επιστρέφοντας από την Τροία. Την εκδοχή αυτή του μύθου διαπραγματεύεται ο Ευριπίδης στην τραγωδία του Ελένη. Στην τραγωδία συναντάει την Ελένη στην Αίγυπτο και ο Τεύκρος, που περνάει από κει ταξιδεύοντας για την Κύπρο.
[29] Το ποίημα «Ελένη» είναι η πιο παραστατική διατύπωση της άπατης του ανθρώπου στη επιδίωξη των ιδανικών και οι τραγικές συνέπειες από την αποτυχία του να το κατακτήσει.
[30] Για την ειρωνική χρήση της γλώσσας στην ποίηση του Σεφέρη, βλ. Κωστίου Κ., «Γιώργος Σεφέρης: από την ειρωνεία στη σάτιρα», Νέα Εστία, τ. 148, τ. 1728, Αθήνα: 2000, σσ. 642-662.
[31] Για την ειρωνική χρήση της γλώσσας στην ποίηση του Καβάφη, βλ. Βαγενάς Ν., «Η ειρωνική γλώσσα», στο Εισαγωγή στην Ποίηση του Καβάφη, επ. Μ. Πιερής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης: Ηράκλειο, 2001, σσ. 347-364.
[32] Βλ. στο άρθρο: Βαγενάς Ν. «Η ειρωνική γλώσσα του Καβάφη», 1979: Η ειρωνική γλώσσα δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν ότι η ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα είναι μια τραγική αυταπάτη.  ( http://www.kavafis.gr/kavafology/articles/content.asp?id=16 )
[33] Βαγενάς Ν., «Εισαγωγή». Συνομιλώντας με τον Καβάφη. Ανθολογία ξένων καβαφογενών ποιημάτων, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη: 2000, 19-20 & 34-35.
[34] Κ. Χαραλαμπίδης, ό.π., σ. 77, στ. 1-5.


Βιβλιογραφία

Buxton R., Οι ελληνικοί μύθοι. Ένας ολοκληρωμένος οδηγός, Πατάκης, Αθήνα, 2005, 245, κατά Πεφάνη Γ., «Αναζητώντας τον μίτο προς τον αρχαίο ελληνικό μύθο», Ελληνική Αρχαιότητα και Νεοελληνική Λογοτεχνία (πρακτικά), Κέρκυρα, 2009.
Βαγενάς Ν., «Η ειρωνική γλώσσα», στο Εισαγωγή στην Ποίηση του Καβάφη, επ. Μιχάλης Πιερής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2001
Έλιοτ Θ. Σ., Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, εισαγωγή, σχόλια, μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης, «Ίκαρος». Αθήνα, 1949.
Καβάφης Κ. Π., Άπαντα Ποιήματα, Συντάκτης: eBooks4Greeks, δημοσιεύθηκε: 02/04/2013.
Κάλας Ν., Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο, Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, επ. επ. Πιερής Μ., Πανεπιστήμιο Κρήτης: 2012
Κωστίου Κ., «Γιώργος Σεφέρης: από την ειρωνεία στη σάτιρα», Νέα Εστία, τ. 148, τ. 1728, Αθήνα, 2000
Λεχωνίτης Γ., Καβαφικά αυτοσχόλια. Με Εισαγωγικό Σημείωμα Τίμου Μαλάνου, (2η έκδ.), Αθήνα: 1977.

Πιερής Μ., Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο: 1993.
Πυλαρινός Θ., Μεθιστορία: Μύθος και ιστορία στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Ηρόδοτος, Αθήνα: 2007.

Σεφέρης Γ., Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα, 1985.

Σιαφλέκης Ζ. Ι., Η Εύθραυστη Αλήθεια, Εισαγωγή στη Θεωρία του Λογοτεχνικού Μύθου, Gutenberg, Αθήνα: 1994.

Χαραλαμπίδης Κ., Στη γλώσσα της υφαντικής, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2013





                                                 Κυριάκος Χαραλαμπίδης



ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΑΠΟΛΟΓΟΣ

Της Αφροδίτης ο μαστός δεν είναι
παρά εξωγενής ομολογία:

«Πόσο αργά σ’ αγάπησα, ωραιότης!
Δεν το ‘ξερα πως είσαι τόσο νέα
και τόσο παλαιά – δεν ήμουν ίσως
ο ρους των οφθαλμών και των λαγόνων.
Όχι, δεν ήμουν, δεν υπήρξα η θεία
και θαυμαστή γλυκύτητα, καθότι
τα λόγια δεν ταιριάζαν με το σώμα
κι “ο ουρανίσκος της καρδιάς”, που λέει
ο Αυγουστίνος της Ιππώνος, χαίνει.

Εγώ, η πολυπόθητη Αφροδίτη,
δε γεύομαι τα πράγματα σαν πρώτα –
η δρόσος την ευσέβεια δε ραντίζει.
Κι ο Πάρης, που για καύχημα τον είχα,
έσπασε το κοντάρι και δεν είναι
αυτός που από το χέρι θα μου πάρει
το μήλο. Τώρα πάει και δε γυρνάει
ο λιοπερίχυτος μαστός μου. Έτσι,
μονάχη με τη μνήμη να σπαράζει
κάτω απ’ το δέρμα, φίλοι μου, το νιώθω
πόσο αργά σ’ αγάπησα, ωραιότης.»

ΓΗΡΑΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ

Χίλιοι χαλκοί καθρέφτες την προστάζουν
να ξαναφτιάξει τη γαλάζια κόμη της.

Εκείνη αλλού το βλέμμα – να ραγίσει
των αισθημάτων τους το πέλαγος, να καταργήσει
τον μέγα των ιχθύων τους Ουρανό.

Κι αυτά προς τι; Για ένα ξερό κομμάτι
ψωμί και ξοδεμένη ελευθερία
με στηθοπάνια και γλυκόλογα φωτιάς
που τη βυζαίναν άλλοτε λαφόπουλα.

Δε σε ρωτώ αν κατέχεις πως ο οίνος
ήτανε λέει το γάλα της θεάς.
Δε θα σε πάω εγώ στο χαροκόπι
των οδαλίσκων που χαϊδεύουν θλίψεις
ημιτελείς και χείλη νοτερά.

Άφραστη Συ, για μένα δεν υπάρχεις
κι ας σ’ εξαγγέλλαν Παναγιά της Ομορφιάς
είτε του Πραξιτέλη μήλο – σ’ άρπαξε
ο χρόνος και σε γέρασε μες στην καρδιά
τ’ αθάνατου κι εκεί θα παραμείνω.




Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΕΕΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ



Συγκεκριμένα θα φορολογούνται
τα υψηλά επιδόματα του στήθους,
τ’ αριστερό μου χέρι, το δεξί ποδάρι,
τ’ αλκοολούχα των ματιών μου και όλα
τα καπνικά προϊόντα των μαλλιών.

Όσο για τις θυγατρικές μου εταιρείες
και το συντελεστή των ακινήτων,
θα συμπεριληφθούν στο νέο πακέτο
που η Μοίρα ήδη στον Όλυμπο κατέθεσε:

Επιβολή σε τρόφιμα, σε φάρμακα,

σ’ έσοδα κι από τόκους των ερώτων,
τέλος εισαγωγή και της βαλάνου
στα επιπλέον μέτρα, προς λιτότητα
και προς εξοικονόμηση ενέργειας.

Καθώς αντιλαμβάνεστε, άνθρωποί μου,
θα περιπέσω σε ανεργία, θα είμαι
η Αφροδίτη των Βαρών, των Βράχων,
του Εξορθολογισμού και της Συντήρησης.

Τι θ’ απομείνει εν τέλει από τη μνήμη
μιανής θεάς που σώμα δεν ορίζει;




Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΟΣ


Βαρυάν οδύνη έχει ο Ζεύς. Τον Σαρπηδόνα                                                                                             εσκότωσεν ο Πάτροκλος∙ και τώρα ορμούν                                                                                             ο Μενοιδιάτης κ’ οι Αχαιοί το σώμα                                                                                                          ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.
Αλλά ο Ζεύς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί - που το άφισε
και χάθηκεν· ο Νόμος ήταν έτσι -
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Και στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

 
Του ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Τον πλένει από τες σκόνες κι απ' τα αίματα·
κλείει τες φοβερές πληγές, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Ολύμπια φορέματα τον ντύνει.
Το δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Τα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Τώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης -
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξη -
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.
Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.
Και κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυό αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.
Κι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι απ' την πολιτείαν εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.



ΔΙΑΚΟΠΗ
Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,                                                                                             
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.                                                                                            Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια                                                                                              η Δήμητρα κ’ η Θέτις αρχινούν έργα καλά                                                                                             μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν  καπνόν.                                                                                        Αλλά πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια                                                                                του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,                                                                                                    και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ’ επεμβαίνει.


Γεώργιος  Σεφέρης
ΕΛΕΝΗ



ΤΕΥΚΡΟΣ
... ς γν ναλίαν Κύπρον, ο μ’ θέσπισεν
οκεν πόλλων, νομα νησιωτικόν
Σαλαμνα θέμενον τς κε χάριν πάτρας.
.................................................................
ΕΛΕΝΗ
Οκ λθον ς γν Τράδ’, λλ’ εδωλον ν.
....................................................................
ΑΓΓΕΛΟΣ
10
 
Τί φς;
Νεφέλης ρ’ λλως εχομεν πόνους πέρι;
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε  απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ‘βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους –ποιος θα το ‘λεγε;– η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου∙ την άγγιξα μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
11
 
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φούσκωναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι, αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος άλλος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου