Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

ΣΟΛΩΜΟΣ-ΚΑΒΑΦΗΣ: ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΡΙΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ

Μ. ΣΦΑΚΙΑΝΟΥ
ΣΟΛΩΜΟΣ-ΚΑΒΑΦΗΣ: ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΡΙΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ
Να εύχεσαι να’ναι μακρύς ο δρόμος…
Κ.Π. Καβάφης
Έκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι…
Δ. Σολωμός

ΤΟ ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
  Σολωμός - Καβάφης, δύο από τους μεγαλύτερους ποιητές μας, δύο άνθρωποι που δεν συναντήθηκαν ποτέ, δύο μεγάλοι ουμανιστές, πρεσβευτές του ανθρωπισμού, υπερασπιστές των αταλάντευτων πανανθρώπινων αξιών, όπως η Αλληλεγγύη, η Αξιοπρέπεια, η Δικαιοσύνη, η Ελευθερία κλπ, που μας κληροδότησε η ανθρωπότητα. Ο  Δ. Σολωμός κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής γεννήθηκε στην Ζάκυνθο το 1798, μετακόμισε για σπουδές στην Ιταλία, επιστρέφοντας μετά από χρόνια στην πατρίδα του συνέθεσε  αρχικά στην ιταλική και στην συνέχεια στην ελληνική γλώσσα ποιητικά έργα, τα οποία ήταν προϊόν ιταλικών επιρροών που δέχτηκε, αξιοποιώντας παράλληλα και την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι). Έτσι, ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της. Από την άλλη, ο Κ. Π. Καβάφης γεννήθηκε το 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Εγκαταστάθηκε στην Αγγλία, ενώ είχε σπουδάσει για δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Την Ελλάδα την επισκέφτηκε σε μεγάλη ηλικία και για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ η ποίησή του σε σχέση με κείνη του Σολωμού όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά κατέλαβε και μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση. Ρίχνοντας μία ματιά στην ζωή τους δεν βρίσκουμε κάτι κοινό εκτός από τα σημεία εκείνα που υποδεικνύουν ότι δέχτηκαν και οι δύο επιρροές, ως προς την διαμόρφωση του ήθους και των αξιών τους, από το εξωτερικό και ιδιαίτερα την Δύση.
Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας σε δύο μεγάλα έργα τους τον Κρητικό και την Ιθάκη ανακαλύπτουμε πολλές από τις πτυχές της ποίησής τους, αλλά ταυτόχρονα καταφέρνουμε να αποκωδικοποιήσουμε μηνύματα που απευθύνονται σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Είναι γεγονός ότι οι στίχοι της Ιθάκης, αυτού του αριστουργήματος, του μεγάλου Καβάφη, μιλούν κατευθείαν στην ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου, εκφράζουν μία πραγματικότητα, επομένως και πανανθρώπινα, οικουμενικά νοήματα. Αν και ο Καβάφης έπεται του Σολωμού, μπορούμε να πούμε ότι η ποιητική ευαισθησία των δύο αυτών ποιητών συμπίπτει και μερικά από τα θέματα των ποιημάτων τους έχουν να κάνουν καθαρά με την κάθαρση των ανθρώπινων παθών. Αν συνδέσουμε τον Σολωμό και συγκεκριμένα τον Κρητικό με το νόημα των στίχων της Ιθάκης, θα δούμε ένα κοινό μοτίβο, εκείνο του ταξιδιού-αναζήτησης και του ταξιδιού-δοκιμασίας. Εξετάζοντας το πως εκλαμβάνονταν αυτοί οι δύο ποιητές το «ταξίδι» θα απαντήσουμε σε πολλά καίρια ερωτήματα. Εξάλλου, ταξιδευτές είμαστε όλοι μας που προσπαθούμε να βρούμε την ακτή, την Ιθάκη μας, όπως έλεγε και ο μεγάλος Καβάφης.
    Αρχικά, νοηματοδοτώντας την έννοια του ταξιδιού μέσα από τη μελέτη των στίχων του Καβάφη: «Πάντα στον νου σου να χεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου» δίνουμε μία άλλη διάσταση στην έννοια του. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι πρόκειται για ταξίδι πηγαιμού και ο ταξιδιώτης θα πρέπει να έχει πάντα στο μυαλό του την Ιθάκη, ενώ είναι εξίσου σημαντικό να διαρκέσει πολύ για να είναι γεμάτο περιπέτειες και γνώσεις. Από την αρχή κιόλας αντιλαμβανόμαστε ότι το πολυπόθητο ταξίδι, το ταξίδι της αναζήτησης, είναι αυτό που έχει σημασία και όχι ο τόπος κατεύθυνσης, εδώ η Ιθάκη. Οι περιπέτειες και οι εμπειρίες που θα προσκομίσει ο ταξιδιώτης είναι αυτές που θα έχουν αξία, όχι ο στόχος προς τον προορισμό. Αν ο ταξιδιώτης έχει στο μυαλό του το στόχο του και επιμένει στην πραγματοποίησή του, δεν πρόκειται στην πορεία να βρει μεγάλες δυσκολίες και όταν βρει θα είναι πάντα σε θέση να τις αντιμετωπίσει. Πρέπει, όμως, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού να προσφέρει στο πνεύμα του, όπως και στο σώμα του, συγκινήσεις υψηλής ποιότητας και όχι να ασχολείται με την ικανοποίηση ανούσιων απολαύσεων. Το ταξίδι συμβολίζει τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος στο πέρας των χρόνων, μπορεί να μην είναι Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και ο θυμωμένος Ποσειδώνας, αλλά καθημερινές δυσκολίες που τον απομακρύνουν από τον στόχο του και τον εγκλωβίζουν σε ένα κελί συμβατικότητας, όπου τα κάγκελά του πυκνώνουν ακόμη περισσότερο όταν το άτομο νιώθει ανίκανο να αντιδράσει και εν τέλει να διαφύγει από τη νοσηρή πραγματικότητα στην οποία έχει οδηγηθεί εσκεμμένα. Κάθε απόπειρα απεγκλωβισμού του μυαλού από τις ισχύουσες κοινωνικές αντιλήψεις μοιάζει αδύνατη, ιδίως όταν το ταξίδι της ψυχής και του μυαλού − με κάθε μορφή − στην εποχή μας ενοχοποιούνται. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό του σύγχρονου ανθρώπου η ενοχή που τον κυριεύει όταν έχει ανάγκη να εκφράσει την  ευαισθησία του και δεν γίνεται κοινωνικά αποδεκτός.
      Από την άλλη ο Κρητικός, ένας άλλος ταξιδευτής, πρόσφυγας αυτή την φορά, ο οποίος λόγω του πολέμου διώχθηκε από την πατρίδα του και αναζητά άλλη πατρίδα, με καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, ένα ασφαλές μέρος για εκείνον και την αρραβωνιαστικιά του, όμως στην μέση του ταξιδιού το καράβι που τους μετέφερε ναυαγεί και οι δύο αυτοί ταξιδευτές βρίσκονται στην μέση της θάλασσας παλεύοντας με τα κύματα μέχρι να φτάσουν τον στόχο τους, την ακτή. Το ταξίδι τους είναι επίπονο, μεγάλο, με απώλειες, καθώς ο Κρητικός χάνει την αρραβωνιαστικιά του, ό,τι πολυτιμότερο για εκείνον, αλλά συνεχίζει να αγωνίζεται προκειμένου να φτάσει στο ακρογιάλι που ήταν μακριά και επιτέλους όταν θα έφτανε τα βάσανά του να ανήκουν στο παρελθόν. Ο αγώνας για Ζωή, ο αγώνας για Ελευθερία, για Δικαιοσύνη που τα συμβολίζουν ο αγώνας του Κρητικού με τα κύματα, δεν έχει πάντα θετική έκβαση, δεν εγγυάται την επιτυχία, ούτε ότι κατά την διάρκεια δεν θα υπάρξουν απώλειες, οι οποίες μπορεί να μας απομακρύνουν από τον στόχο, αλλά εμείς θα πρέπει να συνεχίσουμε έχοντας στο νου μας το φτάσιμο στο ακρογιάλι, την σωτηρία. Εξάλλου, σημασία δεν έχει να ξεκινήσεις έναν αγώνα διερωτώμενος αν θα νικήσεις, η ουσία του αγώνα, εκείνου του αγαθού αγώνα που επίκεντρό του είναι τα πανανθρώπινα ιδεώδη, είναι να προσπαθήσεις να δικαιωθείς γιατί έτσι θα έχεις πετύχει κάτι πολύ σημαντικό, την απελευθέρωση του μυαλού, να σκέφτεσαι, επομένως, μόνο τον αγώνα και όχι την έκβαση, διαφορετικά να θεωρείς ήδη τον εαυτό σου ηττημένο κατά κράτος.
     Η Ιθάκη και το ακρογιάλι του Κρητικού, λοιπόν, είναι οι δύο στόχοι των ταξιδευτών του Καβάφη και του Σολωμού αντίστοιχα, όμως κανένας από τους δύο ποιητές δεν επικεντρώθηκε σ’ αυτά τα δύο καθώς ήταν μόνο ο στόχος και όχι το ζητούμενο, εφόσον αυτό που τους οδήγησε ήταν η προσδοκία για τον στόχο αυτό, η προσμονή για κάτι καλύτερο. Το ταξίδι και γενικότερα η έννοια του ταξιδιού είναι αυτό που είχε σημασία, όσο πιο μεγάλο, όσο πιο δύσκολο και αν είναι, η ανταμοιβή που παίρνει κανείς είναι η μεγαλύτερη δικαίωση, δεν είναι ούτε η Ιθάκη, ούτε το ακρογιάλι, είναι το γεγονός ότι κατά την διάρκειά του μαθαίνεις το ποιος πραγματικά είσαι. Όταν ξεκινά ο ταξιδιώτης για πρώτη φορά την πορεία του στη ζωή είναι άπειρος και χωρίς πολλές γνώσεις, θεωρώντας ότι η Ιθάκη είναι κάτι το ξεχωριστό που αξίζει κάθε προσπάθεια από μέρους του. Όταν όμως φτάνει εκεί, στο τέλος του προορισμού του έχει πια αποκτήσει τόσες γνώσεις, ώστε πια είναι σε θέση να κατανοήσει ότι η μεγαλύτερη αξία της Ιθάκης είναι ότι αποτέλεσε το κίνητρο για να ξεκινήσει το ταξίδι του. Κατανοεί ότι η Ιθάκη υπήρξε ο στόχος που του έδινε το κουράγιο να ξεπερνά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στη ζωή του και να συνεχίζει να προσπαθεί μέχρι να τα καταφέρει. Όλες οι δυσκολίες που εμφανίζονται μπροστά του έχουν ως στόχο το γνώθι σε εαυτόν, να βρει το νόημα της ζωής. Έτσι, τονίζεται ιδιαίτερα η σημασία του  χρόνου του ταξιδιού, όσο μεγαλύτερο είναι, τόσες μεγαλύτερες θα είναι και οι εμπειρίες καθώς θα δοκιμαστούν σε περισσότερες δοκιμασίες-εμπόδια που τους βάζει η ζωή προκειμένου να αποδείξουν ότι αξίζουν να φτάσουν στους στόχους τους.
    Ο καθένας από εμάς έχει οριστεί για να έχει την δική του Ιθάκη, να έχει τους δικούς του προσωπικούς στόχους.  Ο καθένας από μας παλεύει με τα κύματα καθημερινά για να βγει στην αντίπερα όχθη σώος, έχοντας κερδίσει κάτι σημαντικό για εκείνον. Στην Ιθάκη ο ταξιδευτής ενθαρρύνεται να γευτεί την ζωή από όλες της τις πλευρές και έτσι να μάθει, να διαφωτιστεί και να γίνει πιο σοφός. Η ακόρεστη δίψα για απόκτηση υλικών αγαθών εξυπηρετεί μόνο τις ηδονιστικές ευχαριστήσεις του σώματος και έχουν στόχο να ικανοποιήσουν μόνον προσωπικές ωφελιμιστικές κενές επιθυμίες και ανούσιες στιγμές  έκστασης. Ο Καβάφης μιλά για «Ιθάκες» στον τελευταίο στίχο «… ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν», δίνοντας έτσι καθολικό χαρακτήρα στην έννοια του σκοπού που συμβολίζει η Ιθάκη, εκφράζει όλους τους στόχους που θέτουν οι άνθρωποι σε όλες τις εποχές, ενώ αφήνει να εννοηθεί ότι δεν υπάρχει μόνο ένας στόχος, αλλά πολλοί και όταν ο άνθρωπος κατακτά τον έναν  προχωρά στον επόμενο.
    Ο Σολωμός, ωστόσο, μας παρουσιάζει ένα ταξίδι-δοκιμασία με αρκετούς σκόπελους, με επίπονες προσπάθειες, με «σειρήνες» που προσπαθούν να σε παρασύρουν, με την απώλεια αγαπημένων προσώπων, όμως προβάλλεται έντονα η επιτακτική ανάγκη για ολοκλήρωση του ταξιδιού έτσι ώστε ο Κρητικός, αυτός ο αγωνιστής, να βρει την λύτρωσή του στο ακρογιάλι. Φυσικά, ομιλούμε για την πνευματική του σωτηρία και όχι την σωματική, όπως και για τον Καβάφη, το σώμα τίθεται σε δεύτερη μοίρα και το πνεύμα είναι αυτό που πρέπει να σωθεί μέσα από συνεχείς τριβές με την τέχνη, την λογοτεχνία, την φιλοσοφία, τον πολιτισμό. Ο ναυαγός έρχεται κοντά με τα στοιχεία της φύσης, μαγεύεται από κείνη, τον δελεάζει, έτσι εκείνος ζητά την αρωγή της και στο τέλος αποδεικνύεται σημαντική η εμπλοκή της εφόσον τον βοηθά να φτάσει στο τέρμα. Στο τέλος της πορείας, όμως, η υπέρμετρη ευτυχία διαδέχεται την δυστυχία, καθώς αντιλαμβάνεται ότι έχασε κάτι πολύ αγαπημένο, την αρραβωνιαστικιά του. Καθ’ όλη την διάρκεια της πάλης του με την τρικυμία κρατούσε το ξεψυχισμένο σώμα της πολυαγαπημένης του και το πρόσεχε ως κόρην οφθαλμού χωρίς να γνωρίζει τον χαμό της, ενώ αποδεικνύεται ότι η απώλεια αυτή είναι που του στοιχίζει περισσότερο. Αυτό στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθούμε και έχει μεγάλη σημασία είναι ότι όταν ο Κρητικός φτάσει στην όχθη και βλέπουμε την ζωή του μετά από μερικά χρόνια, αντιλαμβανόμαστε ότι έχει εξελιχθεί ριζικά, κάποιος θα έλεγε αρνητικά, καθώς η εικόνα του ψωμοζήτη-ζητιάνου προκαλεί οίκτο, όμως η ζωή του  Κρητικού σηματοδοτείται από την μεταβολή του ήθους του και την επανιεράρχηση  των αξιών του.  Ο πολεμοχαρής και γενναίος πολεμιστής μεταμορφώνεται ψυχικά και βρίσκει την πληρότητα μέσα από την αγάπη των άλλων. Ο ήρωας άφησε την θέση στον ζητιάνο, αφήνοντας έτσι πίσω του τον εξοντωτικό αγώνα που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες αποτελούσε απλά το αξιοκρατικό μοντέλο που καθόριζε το ήθος και την στάση του. Η αντιστροφή του ήθους του Κρητικού και η στάση ζωής του πλέον ως ζητιάνου, ο οποίος  εναποθέτει την επιβίωσή του στο ενδιαφέρον των συνανθρώπων του δεν ήταν αποτέλεσμα ανάγκης, αλλά συνειδητής επιλογής, η οποία προήλθε μετά από την δοκιμασία την οποία πέρασε. Ο Σολωμός χρησιμοποιεί το σχήμα της δοκιμασίας, μέσα από την οποία το άτομο γνωρίζει τον εαυτό του και ανακαλύπτει τον σκοπό της ζωής του. Βρίσκει τον προσανατολισμό του, αναθεωρεί τις αξίες και τα ιδανικά του, υπερσκελίζει κάθε εμπόδιο για να γίνει πιο ανθρώπινος, να ολοκληρωθεί.
    Για τους δύο αυτούς ποιητές, η Ιθάκη και το ακρογιάλι είναι ο στόχος, στον οποίο θα πρέπει να φτάσουν ξεπερνώντας κάθε δυσκολία που θα προκύψει, αλλά όταν φτάσουν αυτό που θα έχουν κερδίσει δεν θα είναι ο προορισμός, αλλά αυτό που θα έχουν προσκομίσει κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Μήπως είναι οι γνώσεις, οι εμπειρίες; Είναι η επίτευξη των επιμέρους στόχων; Ο προορισμός είναι το κίνητρο, η ώθηση, αυτό που δίνει δύναμη στον άνθρωπο να αγωνίζεται, να προσπαθεί για το καλύτερο. Τα νοήματα αυτά  ανταποκρίνονται σε ένα πανανθρώπινο-οικουμενικό στόχο που δεν είναι άλλος από την επανανθρωποποίηση του ανθρώπου, την δημιουργία ενός νέου ανθρωπισμού, απογυμνωμένου από την μισαλλοδοξία, την συνθηκολόγηση, τον πλουτισμό και τον υποτυπώδη μοντερνισμό που προτάσσει η κοινωνία αλλά που μόνος της στόχος είναι να δημιουργήσει μία μάζα, η οποία θα καθοδηγείται εύκολα από το σύστημα και θα υπακούει στους κανόνες του.
     Στην εποχή της απόλυτης εξαθλίωσης όχι μόνο οικονομικής, αλλά κυρίως ηθικής που επηρεάζει όλους τους τομείς και οδηγεί τον άνθρωπο σε αδιέξοδα, το ταξίδι προς την Ιθάκη μένει ανεκπλήρωτο ή απλά μία ουτοπία. Στην εποχή της απανθρωποποίησης, της παγκοσμιοποίησης, της απαισιοδοξίας της ηθικής υποβάθμισης και στέρεψης,  ο άνθρωπος παραδίνεται πολύ εύκολα στις υλικές απολαύσεις της ζωής, προσπαθώντας να βρει την λεγόμενη «ευτυχία», όπως την προβάλλουν και αναπόφευκτα επιτάσσουν τα παγκόσμια μέσα, υποδουλώνοντας έτσι τον πληθυσμό και κάνοντάς τον μέρος του συστήματος. Ο άνθρωπος αναλώνεται καθημερινά σε πράξεις που δεν του προσφέρουν τίποτε περισσότερο από κενότυπες ματαιόδοξες επιθυμίες, προσπαθώντας συνεχώς να ικανοποιεί μόνο επιφανειακές ανάγκες. Παράλληλα, οδηγείται μεθοδικά από την εκάστοτε εξουσία, η οποία είναι πιόνι των ισχυρών, σε μία καταστροφή, σε μία μη αναστρέψιμη κατάσταση, στην καταδίκη του.  Μετατρέπεται σε σύγχρονο δουλοπάροικο  του 21ου αιώνα, αν αναλογιστεί κανείς την πώληση και την υποθήκη της γης, αυτή που έτρεφε την χώρα γενιές και γενιές, ενώ χιλιάδες αγρότες, έμποροι, υπάλληλοι και εργάτες βρίσκονται στο έλεος των σύγχρονων τοκογλύφων, των τραπεζών, όπου σε λίγο καιρό θα απαιτηθεί ακόμη και ένα είδους αναδασμού της γης ή της περιουσίας που θα επιβληθεί από ένα σύστημα σαθρό, πλήρως διεφθαρμένο. Αλήθεια, όμως, ποιος είναι ο στόχος του σύγχρονου ανθρώπου; Η αποξένωσή του από τις ανθρώπινες αξίες, από τον πολιτισμό, το ήθος, την ποιητική ευαισθησία είναι γεγονός, ενώ και η απομάκρυνση από την Ιθάκη και το ακρογιάλι το κάνει πολύ μακρινό, ακατόρθωτο να προσεγγιστεί. Χαμένοι στο χάος της πόλης, στο άγχος της ημέρας, στην απελπισία της κρίσης ο άνθρωπος βλέπει την Ιθάκη του απροσπέλαστη, ένα μακρινό όνειρο, αγωνίζεται καθημερινά με την εξουσία, τα θηρία, βάλλεται από όλες τις πλευρές και προσπαθεί να επιβιώσει για ακόμη μία μέρα. Κάποιοι από τους σύγχρονους δύστυχους ανθρώπους παραιτούνται και παραδίνονται άνευ όρων στην απαισιοδοξία και την απελπισία, άλλοι καταφεύγουν σε εξτρεμιστικές ομάδες οι οποίες χρησιμοποιούν ως όπλο τους τον φόβο και την απελπισία για να παρακινήσουν το πλήθος. Αν αποδώσουμε στην Ιθάκη και τον Κρητικό παγκόσμια νοήματα, θα λέγαμε πως μιλούν για την επιβολή μιας νέας τάξης πραγμάτων. Μέσα από την τέχνη, όπως η ποίηση, η ζωγραφική, η γλυπτική είναι  δυνατή η αποσύνθεση του κατεστημένου, το οποίο επιβάλλει συμβατικές συμπεριφορές και περιθωριοποιεί κάθε τι που θεωρεί απειλή. Έτσι θα καταστεί δυνατή και μία διαφορετική-ποιοτική θεώρηση για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Υπ’ αυτή την έννοια, επιβάλλεται η συνεχής άρνηση στον αλλοτριωμένο κόσμο, τον οποίο δημιούργησε για εμάς η παγκοσμιοποίηση, ισοπεδώνοντας κάθε έννοια δημιουργικότητας, φαντασίας, εργασίας, δημιουργώντας νέες αποικίες, κηφήνες για να εργάζονται όπως εκείνοι προστάζουν, ρίχνοντάς μας παράλληλα στην φτώχεια, την ανέχεια, αναζητώντας πλέον μόνον τρόπους επιβίωσης και όχι τρόπους έκφρασης της ευαισθησίας μας, του αυθορμητισμού μας.
      Χαρακτηριστικά, ο Ε. Παπανούτσος έχει γράψει για το τι σημαίνουν οι Ιθάκες «Οι Ιθάκες πια, όχι η Ιθάκη, γιατί δεν είναι μία, αλλά πολλές και διάφορες – όχι μόνο στους διάφορους ανθρώπους, αλλά και στον ίδιο άνθρωπο, κάθε φορά που βάζει σκοπούς και «τέλη» στην ζωή του. Και τι σημαίνουν; Απλούστατα: ένα είναι κάθε τόσο το ιδεατό σημείο αναφοράς, που μας χρειάζεται μόνο και μόνο για να βρίσκομε πάλι στον δρόμο τον προσανατολισμό μας, όταν με κάποιαν εκτροπή τον χάνουμε. Αλλά δεν είναι το τέρμα που έχει αξία. Την αξία την έχει η ίδια η πορεία. Αυτή θα μας κάνει σοφούς. Τι άλλο μπορεί να μας προσφέρει η Ιθάκη; Μας έδωσε ό,τι είχε να μας δώσει. Μας έβγαλε δηλαδή στο δρόμο». Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος βγει από το αδιέξοδό του, βρει τον δρόμο του προς την απελευθέρωση, στραφεί προς τον πολιτισμό, βρει τον τρόπο να αξιοποιεί τον χρόνο του ποιοτικά τάσσοντας κατά της εξουσίας, εκείνης που τον καθιστά ανίκανο, τον αναγκάζει να παραμερίσει τις δυνατότητες του, τις πνευματικές του ανάγκες και να υπηρετεί κερδοσκοπικούς σκοπούς. Θα πρέπει να επιδιώξουμε έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό της κοινωνίας, ξεκινώντας από τον άνθρωπο, από τον διαφωτισμό του, από την απελευθέρωση του πνεύματος.   Εδώ, λοιπόν, έχουμε την έννοια του «χρέους». Το «χρέος» είναι μια έννοια που απασχόλησε φοβερά τη συνείδηση και βασάνισε πολύ τη σκέψη του Καβάφη. Στο Σολωμό η λέξη αυτή ήταν μέσα του κάτι εντελώς ξεκαθαρισμένο, κατηγορηματικό και σαφές, μη επιδεχόμενο αμφιβολίας. Ο αγνός και απόλυτος ιδεαλισμός του τον προστάτευε και τον ησύχαζε. Για τον Καβάφη όμως, τον σκεπτικιστή και πραγματολόγο, τον άνθρωπο που γνώρισε έντονα την φλόγα του πάθους, και παρόλο που κατέκρινε την κοινωνία, αισθανόταν τη ντροπή του για το πάθος που τον διακατείχε, το ανώμαλο αυτό πάθος σύμφωνα με την κοινωνία και έτσι η έννοια του χρέους γίνεται βασανιστική. Επομένως, πρέπει να τη διερευνήσει, να τη φωτίσει από πολλές πλευρές και να την αναλύσει.
  Σήμερα το αίσθημα του χρέους έχει χαθεί  μέσα στις έννοιες πλουτισμός, κοινωνικό (status), αποδοχή και ανέλιξη, εξουσία και τα επακόλουθα τους, όπως η διπροσωπία, η επιδειξιομανία, η αχαριστία, η καταπίεση, η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, τα οποία έχουν γίνει «αξίες» του σύγχρονου ανθρώπου και ακολουθούνται κατά κανόνα από την κοινωνία οδηγώντας την έτσι αναπόφευκτα σε τέλμα. Το μόνο που χρειάζεται ο άνθρωπος και η κοινωνία γενικότερα είναι ο οραματισμός και έπειτα η χάραξη ενός δρόμου, για να ικανοποιήσει την ανάγκη που έχει να γνωρίζει πως βαδίζει πάνω σε ένα μονοπάτι: Επομένως χρειάζεται κίνητρα. Για να εξουδετερωθεί το σάπιο αυτό σύστημα θα πρέπει να αλλάξει, να επαναπροσδιοριστεί ατομικά ο καθένας από μας, το μέρος για χάριν του όλου, να επιτευχθεί η επανακοινωνικοποίηση. Ακόμη και όταν ο άνθρωπος νομίζει πως έφτασε στο τέλος και  δεν βρει αυτό που επεδίωκε, θα πρέπει να αντιληφθεί ότι αυτό που κέρδισε κατά την διάρκεια – η εμπειρία, οι γνώσεις, η σοφία – είναι το κλειδί, είναι ο σκοπός του αγώνα του. « …Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε… Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα… Ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν…». Η προσδοκία για την Ιθάκη χάθηκε, όταν του στέρησαν το δικαίωμα να ζει αξιοπρεπώς, όταν γκρέμισαν όλες τις ελπίδες του, όταν ο ζυγός άρχισε να στενεύει και να γίνεται υποχείριο εκείνων με τα «μεγάλα συμφέροντα». Υπάρχουν, ωστόσο, και εκείνοι οι νέοι, τους οποίους δεν θα πρέπει να τοποθετούμε ποτέ στο περιθώριο, στους οποίους δεν έσβησε ποτέ η φλόγα της ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον, και έτσι συνεχίζουν να βαδίζουν σε μονοπάτια δύσβατα, όσο μακρύς και αν είναι ο δρόμος, όσο επικίνδυνος. Επιζητούμε την λύτρωση του ανθρώπου, του πολιτισμού, την αξιοποίηση και τον ενστερνισμό  αυτού του μεγαλείου που έχουμε στα χέρια μας σαν λαός, αλλά και ως άνθρωποι.
ΤΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΟΛΩΜΟ
Ο Καβάφης και ο Σολωμός μας αποδεικνύουν ότι αναγνωρίζουν την αξία της σάτιρας, καθώς αμφότεροι την χρησιμοποιούν σε αρκετά σημαντικά, αλλά και αμφιλεγόμενα έργα τους, όπως στο πεζογράφημα του Σολωμού η Γυναίκα της Ζάκυνθος και το Περιμένοντας τους Βαρβάρους του Καβάφη. Η απόρριψη της υποκριτικής συμπεριφοράς όταν αφορά εθνικά ζητήματα αποτελεί μείζον θέμα της καβαφικής ποίησης, ενώ και ο Σολωμός χρησιμοποιεί τη σάτιρα και στοχοποιεί την ανήθικη και αντεθνική στάση ενός γυναικείου προσώπου, της Γυναίκας της Ζάκυνθος. Σε θέματα εθνικής ταυτότητας και οι δύο μεγάλοι έλληνες οπλίζονται με ειρωνεία και σαρκασμό, μέσα που γίνονται θεμιτά πλέον.
Συγκεκριμένα, από τη μία ο Σολωμός γράφει σάτιρα εναντίον ενός γυναικείου προσώπου που προφανώς ήταν σύνηθες και γνωστό στην ζακυνθινή κοινωνία και πιθανότατα ανήκε στην τάξη των ευγενών, αν αναγνωρίσουμε ως ρεαλιστικά τα βιογραφικά στοιχεία που δίνει το ίδιο το σατιρικό κείμενο. Τόπος της αφήγησης είναι η Ζάκυνθος και χρόνος το 1826 (όταν οι Τούρκοι πολιορκούν το Μεσολόγγι). Ο αφηγητής του συγγραφικού υποκειμένου, είναι ιερομόναχος, το ποιητικό προσωπείο του Σολωμού, άνθρωπος απλός και θεοσεβούμενος, που παρακολουθεί άναυδος όσα συμβαίνουν γύρω του και βλέπει διδακτικά οράματα. Ο τόνος της φωνής του είναι βιβλικός (θυμίζει τον λόγο της Aποκάλυψης) και η αφήγησή του συχνά αλληγορική. Το κείμενο έχει ως κεντρικό πρόσωπο μια αριστοκράτισσα, τη «γυναίκα της Ζάκυνθος, θανάσιμη έχθρισσα του έθνους», η οποία είναι άσχημη, ζηλόφθονη, μικρόψυχη, αποτυπώνει την εχθρική στάση της ανώτερης κοινωνικής τάξης των Ιονίων νήσων απέναντι στην ελληνική επανάσταση.
Ο Καβάφης από την άλλη στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους χρησιμοποιεί την ειρωνεία για να περιγράψει μία κατάσταση, στην οποία θα μπορούσε να περιέλθει οποιαδήποτε πόλη και να αποτελέσει και σήμερα ένα έργο με διαχρονικό νόημα. Οι στίχοι: «Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν» με καθαρά ειρωνικό τόνο μας φανερώνουν την αδυναμία αυτών που εξουσιάζουν να κάνουν δικούς τους νόμους και χρειάζονται την αρωγή «βαρβάρων» για να βάλουν τάξη στα πράγματα. Σύμφωνα με αυτοσχόλιο του ποιητή είναι η απελπιστική θέση στην οποία φτάνει η κοινωνία εξαιτίας της πολυτέλειας και της ευμάρειας, ώστε να επιθυμεί την επιστροφή σε πιο απλούς τρόπους ζωής (να έρθουν οι Βάρβαροι). Ο ποιητής σατιρίζει μία κατάσταση νοσηρή, την οποία οι ίδιοι οι πολίτες της πόλης δημιούργησαν και τώρα είναι καταδικασμένοι να ζουν μέσα σ’ αυτήν, περιμένοντας την έλευση των βαρβάρων και πιστεύοντας ότι αυτή είναι η μοναδική τους σωτηρία.
Στο απόσπασμα: «Κα μο ρθε στ νο μου, περσότερο π λους ατούς, γυναίκα τς Ζάκυνθος, ποία πολεμάει ν βλάφτει τος λλους μ τ γλώσσα κα μ τ ργατα, κα ταν χθρισσα θανάσιμη το θνους», οι Μεσολογγίτισσες που έχουν καταφύγει στη Ζάκυνθο, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Μεσολογγίου, ζητούν βοήθεια για την αγωνιζόμενη πόλη, χωρίς να χάσουν την αξιοπρέπεια και το μαχητικό τους πνεύμα. Η Γυναίκα της Ζάκυνθος τότε τις χλευάζει και τις προσβάλλει, αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, με τη στάση της, την ταξική διάσταση του πατριωτισμού. Η Γυναίκα της Ζάκυνθος είναι ένα από τα πιο αινιγματικά κείμενα του Σολωμού. Γιατί, ίσως, το κείμενο να γράφτηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή αναζήτησης και φαντασιακής έξαρσης του Σολωμού, κατά την οποία τα υπάρχοντα και καθιερωμένα λογοτεχνικά είδη αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στον δυναμισμό της πρόθεσής του. Κάτι τέτοιο δεν είναι ασυνήθιστο για έναν ποιητή με ρομαντική στόφα, που συνομιλεί εντατικά με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία της εποχής του, και ιδιαίτερα με εκείνο το κίνημα που συχνά ξεπέρασε τα όρια των ειδών ή αμφισβήτησε την αυστηρή διάκρισή τους.
Ο Καβάφης μέσα από το χλευαστικό του ύφος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την ανάγκη που αισθάνεται κάθε κοινωνία, κάθε εποχή, να «δαιμονοποιεί», να δημιουργεί δηλαδή και να διατηρεί τους δικούς της «βαρβάρους», όπως επίσης και την ομόκεντρη ανάγκη των πολιτικών να τα βλέπουν όλα ή άσπρα ή μαύρα, να φτιάχνουν ιστορίες, να έχουν πάντα απέναντί τους μία «δύναμη του κακού». Είναι η ειρωνεία, χάρη στην οποία η γλώσσα του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση. Η ειρωνική ποίηση οδηγεί κι αυτή σ’ ένα είδος ποιητικής κάθαρσης μέσα από μια διαδικασία ανάλογη με τη διαδικασία της λυρικής και της δραματικής ποίησης. Η ειρωνεία έχει ως βασικό χαρακτηριστικό την αντίθεση ανάμεσα σε ένα φαινόμενο και μια πραγματικότητα, και πάνω σ’ αυτό βλέπουμε να οικοδομείται όλη η καβαφική ποίηση.
O Σολωμός χρησιμοποιώντας το επικριτικό και αυστηρό του ύφος αναδεικνύει τη σκληρή και ανήθικη συμπεριφορά της Γυναίκας και τη δύσκολη ζωή των γυναικών του Μεσολογγίου που βιώνουν την προσφυγιά και τη ζητιανιά στο νησί που κατέφυγαν για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος περιγράφει με απροκάλυπτη απέχθεια τον χαρακτήρα της Γυναίκα της Ζάκυνθος και στιγματίζει τον τρόπο με τον οποίο μεταχειρίζεται τις Μεσολογγίτισσες. Μιλά για τη μοχθηρή ψυχή της και για το αβυσσαλέο μίσος της απέναντι στην Επανάσταση. Ταυτόχρονα οραματίζεται και τη μελλοντική τιμωρία της. Το ύφος και τα λόγια του Σολωμού, φορώντας το προσωπείο του Διονύσου είναι καυστικά και αφορά όλη την κοινωνία της Ζακύνθου και την στάση που κράτησε απέναντι στον επαναστατικό αγώνα του ’21.
Η σάτιρα μπορεί να επιφέρει την κάθαρση με τρόπο μοναδικό και οι δύο αυτοί μεγάλοι ποιητές το ξέρουν καλά, καυτηριάζουν την νοσηρή πραγματικότητα και αναδεικνύουν τα μείζονα και πραγματικά προβλήματα μίας κοινωνίας, ενός ολόκληρου έθνους.
ΚΑΒΑΦΗΣ: ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗΣ

«Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.» 
ΤΑ TEIXH
«Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην
 κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες»
H ΠΟΛΙΣ
Κ.Π. Καβάφης

       Τα τείχη είναι ένα από τα πιο έξοχα ποιήματα του Καβάφη, αν αναλογιστεί κανείς την σημασία των στίχων και τον καθολικό τους χαρακτήρα. Το γεγονός ότι το ποίημα είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο δίνοντάς μας την αίσθηση μιας προσωπικής εξομολόγησης, πρόκειται για μία πραγματικότητα που έχει αντίκρισμα σε όλους μας. Εξάλλου, ο ποιητής διακρίνεται για την ικανότητά του να μετουσιώνει τα προσωπικά του βιώματα και διλλήματα σε οικουμενικά μηνύματα. Χαρακτηριστικό του ποιήματος αυτού και γενικότερα της ποίησης του Καβάφη είναι ότι η επιγραμματική του λιτότητα διευρύνει την εννοιολογική του ευρύτητα, όσο παράδοξο και αν είναι αυτό. Όπως συγκεκριμένα αναφέρει και από τους πρώτους κιόλας στίχους, «Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη», ο ποιητής προφανώς αναφέρεται στους περιορισμούς που του έχουν τεθεί και τον έχουν περιορίσει, νιώθει εγκλωβισμένος, αδύναμος να ζήσει την ζωή του όπως εκείνος επιθυμεί, ενώ οι περιορισμοί αυτοί, τα τείχη όπως τα αποκαλεί χτίστηκαν γύρω του χωρίς καν ο ίδιος να το αντιληφθεί και η ελευθερία που θεωρούσε δεδομένη είναι πλέον αμφίβολη.
       Η αίσθηση του εγκλωβισμού της ψυχής και του πνεύματος είναι συχνός στον άνθρωπο, ενώ πολλές φορές τον εγκλωβισμό τον δημιουργεί ο ίδιος στον εαυτό του για να προστατευθεί από τον φόβο για την έκθεση στον έξω κόσμο, ενώ οι υψηλότεροι στόχοι  μοιάζουν απροσπέλαστοι, άπιαστοι. Η αίσθηση της παραίτησης κάνει της εμφάνισή της, ενώ παράλληλα η στασιμότητα είναι δεδομένη, γεγονός που προκαλεί εντύπωση, καθώς φαίνεται ο ίδιος να έχει συμβιβαστεί.  Η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού του  ποιητή δημιουργεί απελπισία στον ίδιο, ενώ εκείνη την στιγμή, όταν δηλαδή χάνει την ελευθερία του, συνειδητοποιεί ότι έχει πολλά να πετύχει έξω από τα στενά όρια της φυλακής του. Ο Καβάφης φροντίζει να επισημάνει ότι δεν κατάλαβε πότε χτίστηκαν τα τείχη γύρω του, δεν το αντιλήφθηκε γιατί πολύ απλά τα τείχη προϋπήρχαν, μόνο που ο ποιητής ήταν αυτός που συνειδητοποίησε ότι δεν είναι ελεύθερος να επιθυμεί και να πράττει ό,τι θέλει. Συνειδητοποίησε δηλαδή αυτό που οι άλλοι προτιμούν να αγνοούν.
      Ωστόσο,  δεν είναι απλά ένα ποίημα που μιλά για τα αδιέξοδα του άνθρωπου, αλλά για κάτι παραπάνω, κάτι υψηλότερο, αναζητά τα ορόσημα και τα όρια μέσα στην ιστορία, για να κατακτήσει την αλήθεια. Ο Καβάφης είναι πολιτικός ποιητής με την έννοια της ιστορικής του αίσθησης και της κοινωνικής του συνείδησης. Τα τείχη τα οποία βίωσε ο Καβάφης όντας νέος, δεν προσπάθησε ποτέ να τα καταρρίψει, αντίθετα έμαθε να ζει μέσα σ’ αυτά και να μεταμορφώνει την σάρκα σε λόγο, δηλαδή η φυλακή αυτή έγινε ο φυσικός του χώρος και εξέφρασε φιλοσοφημένες ιδέες, τις οποίες άντλησε από το πλούσιο υλικό του ελληνικού χώρου. Η ποίηση του Καβάφη έχει μέσα της πόνο και παράπονο, ενώ κάθε στίχος του κρύβει πάθος, μουσικότητα και ο λόγος του γίνεται ιδέα και πράξη ζωής.
    Αν εξετάσουμε την ζωή του Καβάφη μπορούμε να πούμε πως ο ποιητής αναφέρεται στην απομόνωση και την κατακραυγή που βίωσε από τους συνανθρώπους του, εξαιτίας, μπορούμε να υποθέσουμε, των ερωτικών του προτιμήσεων και των κοινωνικών πεποιθήσεων του. Εξάλλου ο Καβάφης υπαινίσσεται ότι ο κάθε άνθρωπος περιβάλλεται από τείχη που ορθώνουν οι επικρατούσες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες φαντάζουν αμετάβλητες. Η κοινωνία περιθωριοποιεί κάθε τι που δεν συμφωνεί με τις δικές της ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, αδυνατώντας να κατανοήσει και να αγκαλιάσει κάτι νέο, διαφορετικό. Από την άλλη, το ποίημα «Η Πόλις» αποτελεί, εννοιολογικά, την προέκταση του ποιήματος τα «Τείχη». Ενώ στα «Τείχη» δεν γίνεται καμία προσπάθεια επανάκτησης της ελευθερίας, στο ποίημα «Η Πόλις» κάθε προσπάθεια απεγκλωβισμού καταλήγει σε αποτυχία. 
Συγκεκριμένα, σ’ αυτό το ποίημα  αφού τονίζεται  ότι κάθε απεγνωσμένη προσπάθεια εξόδου από την κατάσταση πολιορκίας στην οποία οι προσωπικές μας επιλογές μας οδήγησαν αποδεικνύονται ατελέσφορες ο Καβάφης θέλει να δείξει την αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τον εαυτόν του, τις επιλογές, τα λάθη και το παρελθόν του. Οι σκέψεις που καταγράφονται στην πρώτη στροφή «Είπες «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη.» υποδεικνύουν πως το άτομο νιώθει ότι δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή του, όσο κι αν προσπαθεί, κι αυτό τον έχει οδηγήσει σε συναισθήματα απελπισίας και μαρασμού. Η στάση του ποιητή είναι καθαρά αρνητική, εφόσον θεωρεί καταδικασμένο κάθε σχέδιο απεγκλωβισμού και ελπίδας ότι μπορεί να βρεθεί μια καλύτερη πόλη. Οποιαδήποτε προσδοκία έχει ο άνθρωπος για να ξεφύγει από τις εσφαλμένες επιλογές του παρελθόντος και να αρχίσει μια νέα ζωή, εν τέλει καταλήγει σε άκαρπη προσπάθεια. Η πόλη θα σε ακολουθεί, μας λέει ο ποιητής, εννοώντας ότι το παρελθόν, οι επιλογές και τα λάθη μας δεν μπορούν να διαγραφούν ούτε και να ξεχαστούν. Οι δεσμευτικές επιλογές που είχε κάνει στο παρελθόν θα τον καταδιώκουν, όπου και αν πάει. Η «άλλη πόλις» για την οποία κάνει λόγο είναι αυτή που συμβολίζει έναν καλύτερο τρόπο ζωής, είναι αυτό που επιθυμεί ο άνθρωπος αλλά που δεν καταφέρνει να το αποκτήσει και αυτό γιατί δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν, ούτε και να διαφοροποιήσει το μέλλον, αφού δεν έχει τη δύναμη να αλλάξει τον εαυτό του.  Ωστόσο,  η αλλαγή που επιδιώκουμε στη ζωή μας δεν θα επέλθει με την αλλαγή της πόλης, με άλλα λόγια την εξωτερική αλλαγή, αλλά με την αλλαγή των δικών μας αξιών και πεποιθήσεων. Η πόλη, δηλαδή, από την οποία θέλουμε να ξεφύγουμε δεν είναι παρά ο ίδιος μας ο εαυτός κι αυτό φυσικά είναι αδύνατο. Πρόκειται για την ηθική ευθύνη του ατόμου απέναντι στις βιωματικές εμπειρίες του παρελθόντος, και στην αποφασιστικότητά του να γυρίσει μια νέα σελίδα, αντί μάταια να αναζητεί μια νέα πόλη, όπου θα συνεχίσει τις παλιές του συνήθειες. Αν δεν γίνει αυτή η ριζική εσωτερική αλλαγή, τότε, όπως γράφει ο Καβάφης «δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό»… Ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά ότι ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας. Γι’ αυτό και κλείνοντας το ποίημά του σχολιάζει, πως αν έχεις καταστρέψει τη ζωή σου σε μια πόλη, σε μια μικρή γωνιά του κόσμου, τότε την έχεις καταστρέψει σ’ όλη τη γη. Όπου κι αν πας, ό, τι κι αν κάνεις, αν δεν μπορείς να διαχειριστείς σωστά τη ζωή σου σ’ ένα τόπο, σημαίνει ότι δε θα μπορέσεις να τη διαχειριστείς καλύτερα ποτέ και πουθενά. Η Πόλις είναι ένα ποίημα ιδιαίτερα αυστηρό για τις προοπτικές των ανθρώπων, και βασίζεται στη διαπίστωση του ποιητή, ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις ελλείψεις και τις αδυναμίες του εαυτού μας.
      Ο Καβάφης χρησιμοποιεί, όπως παρατηρεί κανείς, μία σειρά από σύμβολα. Αν δεν υπήρχαν τα σύμβολα αυτά, η ποίησή του θα έχανε ένα μεγάλο μέρος από το θέλγητρό της, αλλά και την οικουμενικότητα και διαχρονικότητά της, καθώς θα έπαιρνε καθαρά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Σε αυτήν την αλληγορία οφείλει η ποίηση του Καβάφη ένα μεγάλο μέρος της γοητείας και του μυστικισμού της. Χρησιμοποιεί «σύμβολα ωμά, διαπιστώσεις σκληρές, ψυχικές διαθέσεις αμετάκλητες», όλα αυτά δηλαδή που μπορεί να χαρακτηρίσουν τον ίδιο και την ποίησή του ηττοπαθή-απαισιόδοξη, που όμως χρησιμοποιούνται καθαρά και μόνο από την ενοχή που ένιωθε απέναντι στην κοινωνία για τις προσωπικές του επιλογές, αντιλαμβάνοντας διαφορετικά την έννοια του «χρέους», δίνοντάς της μία ενοχική οπτική. Εξάλλου, στον Καβάφη η ποιητική αλήθεια εμφανίζεται με τρόπο τόσο αμείλικτα καθολικό, τόσο ανεπανόρθωτα πειστικό…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου